DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
successión [sukse∫o´n] n ~en ~er
econ., pharma., nat.sc. διαδοχή
law διαδοχή αιτία θανάτου; κληρονομική διαδοχή
nat.sc. οικολογική διαδοχή
nat.sc., life.sc. σειρά