DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
subventión n ~en ~er
econ. χορηγήσεις m; επιχορήγηση; επιχορηγήσεις
environ. επιδότηση
law επιχορήγηση/επιδότηση/επίδομα
subventioner n
account. επιδοτήσεις