DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
styrtyristor n
el. οδηγός SCR; οδηγός ελεγχόμενος ανορθωτής ημιαγωγού; οδηγός ελεγχόμενος ανορθωτής πυριτίου; οδηγός θυρίστορ