DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
styrspak n ~en ~ar
IT συσκευή χειριστηρίου; μοχλός παιχνιδιού
mech.eng. χειριστήρια κυβερνήτη; τηλεχειριστήριο
transp. κολόνα χειριστή; ράβδος χειριστή
transp., avia. χειριστήριο αεροσκάφους