DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
styrkort n ~et; pl. ~
commun., el. πλακέτα CBI; πλακέτα διεπαφής αρτηρίας ελέγχου
comp., MS πίνακας βαθμολογίας
IT δελτίο ελέγχου
Styrkort n
comp., MS Τμήμα Web πίνακα στοχοθεσίας