Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Swedish
⇄
Arabic
Danish
Dutch
English
Finnish
French
German
Greek
Italian
Japanese
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
styrenhet
n
commun.
συσκευή ελέγχου μετάδοσης
;
ελεγκτήρας επικοινωνίας
;
μονάδα ελέγχου επικοινωνίας
IT
μονάδα ελέγχου εντολών
;
μονάδα οδήγησης
;
κιβώτιο ελέγχου
;
διάταξη οδήγησης
IT, dat.proc.
συγκρότημα ελέγχου
;
μονάδα ελέγχου προγράμματος
transp.
εξάρτημα ελέγχου πτήσης
;
μονάδα ελέγχου
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips