DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
styrenhet n
commun. συσκευή ελέγχου μετάδοσης; ελεγκτήρας επικοινωνίας; μονάδα ελέγχου επικοινωνίας
IT μονάδα ελέγχου εντολών; μονάδα οδήγησης; κιβώτιο ελέγχου; διάταξη οδήγησης
IT, dat.proc. συγκρότημα ελέγχου; μονάδα ελέγχου προγράμματος
transp. εξάρτημα ελέγχου πτήσης; μονάδα ελέγχου