DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
styrelsen n
chem. Διοικητικό Συμβούλιο
stỳrelse n ~n ~r
gen. κυβέρνηση
agric. εκτελεστική επιτροπή
econ. Ανώτατο Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Σχολείων
econ., fin., corp.gov. διοικητικό όργανο
fin. Διοικητικό συμβούλιο
law, lab.law. διοικητικό συμβούλιο
market. όργανο ανώνυμης εταιρείας