DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stỳrka n ~n styrkor
gen. ισχυροποιώ
account. τεκμηριώνω
industr., construct. αντίσταση; αντοχή
pharma. περιεκτικότητα f
stat. ισχύς; ισχύς ενός ελέγχου
work.fl., IT μέτρο m (magnitudo)