DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
studs [stut´s] n ~en ~ar
el. αναπήδηση; κλυδωνισμός; αναπήδηση επαφής
industr., construct. ανάπαλση; αναπαλμός; επανατακτικότητα f
transp. λαιμός m; συστολή; τμήμα σε σχήμα συστολής