DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stubín [-i´n] n ~en ~er
transp. θρυαλλίδα; καλώδιο πυροδότησης εκρηκτικών; φυτίλι
transp., chem. ταχύφλεκτο εκρηκτικό καλώδιο