DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
strypning n ~en ~ar
gen. στραγγαλισμός m
earth.sc., mech.eng. εκτόνωση άνευ έργου; μειωτήρας f; στραγγαλιστικό m
earth.sc., transp. στραγγαλισμός ροής ρευστού
mech.eng. περιοριστής παροχής αέρα