DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
strỳkning n ~en ~ar
gen. διαγραφή; σιδέρωμα
industr., construct. επίχριση
life.sc., coal. παράταξη κοιτάσματος; διεύθυνση στρωμάτων; αζιμούθιο στρωμάτων; γωνία διεύθυνσης στρωμάτων; διεύθυνσις στρωμάτων