DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
straffavgift n ~en ~er
fin. προσαύξηση τελών
law ποινή λόγω καθυστέρησης
law, insur. πρόσθετο τέλος; προσαύξηση των εισφορών
transp. πρόστιμο επί της αξίας του εισιτηρίου