DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ström [ström´] n ~men ~mar
earth.sc., el. ρεύμα αγωγιμότητας
earth.sc., mech.eng. ροή
environ. ηλεκτρικό ρεύμα; ηλεκτρισμός/ηλεκτρικό φορτίο/ηλεκτρικό ρεύμα
life.sc. υδατόρρευμα,ποταμός,ρεύμα,ροή,υδατίνη δέσμη
phys.sc., el. ρεύμα f; ένταση ρεύματος; ηλεκτρική ενέργεια