DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
strö̀mbrytare n ~n; pl. ~, best. pl. -brytarna
gen. μηχανισμός διακόπτη
agric., el. έλεγχος ρεύματος του δικτύου
el. διακόπτης m; διακόπτης ηλεκτροπαροχής; διακόπτης ισχύος
Strö̀mbrytare n
comp., MS Λειτουργία m