DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
strö̀ v
agric. αχυροστρωμνή
agric., industr., construct. τάκος; ράβδος,τάκος,βελόνη; κάθετος στοίβαξις λεπτού ξύλου
forestr. εξάπλωση; άπλωμα
transp., agric. ξυλεία φεδρώματος
strödd v
nat.sc., transp. αλληλοδιάδοχος (alternans, distichos); δίστιχος (alternans, distichos); εναλλασσόμενος (alternans, distichos)