DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stråle n ~n strålar
earth.sc., mech.eng. αναβληστήρας f; δέσμη ρευστού
earth.sc., phys.sc. δέσμη
mater.sc. βολή; πυροσβεστική βολή
nat.sc., agric. μεσαία αύλακα; περόνη