DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective
strä̀van n
gen. προσδοκία
strä̀va v
gen. σφήνα; τάκος; πασχίζω
agric. αντιστήριγμα; αντηρίδα
construct. ορθοστάτης
industr., construct. πουντέλι
sträv adj. ~t ~a
nat.sc. τραχύς (scaber)