DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
strä̀ng adj. ~t ~a
gen. άκαμπτος; χορδή
comp., MS συμβολοσειρά
el. αλυσίδα ηλιακών κυψελίδων
life.sc. λωρίδα πάγου
tech., industr., construct. κλώνος
work.fl., IT σειρά οντοτήτων; στοιχειοσειρά
stränga adj.
agric. χειροβολιάζω