DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
strä̀ckning n ~en ~ar
comp., MS επέκταση; τέντωμα f
industr., construct. τράβηγμα f; τράβηγμα-τέντωμα συνεχών ινών; προπαρασκευή; τάνυση
industr., construct., chem. επιμήκυνση εν ψυχρώ
mech.eng. σφυρηλάτηση
med. διάστρεμμα f
transp., avia. διαδρομή
strä̀ckning av band och kedjor n
forestr. εφελκυσμός m; τάση εφελκυσμού