DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
strä̀cka n ~n sträckor
gen. έκταση; τεντώνω
comp., MS επεκτείνω
industr., construct. κάνω δοκιμές μονταρίσματος; κάνω δοκιμαστικό μοντάρισμα; προβάρω; περνώ στη ράμα; επεξεργάζομαι στη ράμα
transp. απόσταση