DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stort adj.
gen. ευρέως
stö́rre adj.
gen. ανώτερος; μεγαλύτερος
Stö́rre adj.
comp., MS Μεγάλο μέγεθος
Störst adj.
comp., MS Μέγιστο μέγεθος