DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stoppsignal n ~en ~er
commun., transp. σηματοδότης στάσης; στοπ
med. σήμα τερματισμού
stat., scient., el. σήμα λήξεως; σήμα στάσης; στοιχείο παύσης