DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
stòrtå n ~n ~r
med. πρώτο δάκτυλο του ποδιού (hallux); μεγάλο δάκτυλο του ποδιού (hallux)
stö̀rta v
gen. κατακρημνίζω