DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stòck [ståk´] n ~en ~ar
agric. τεμάχιο κορμού
agric., industr., construct. βουβόν κορμόξυλον
forestr. κορμός m; κορμός ακατέργαστου ξύλου; κούτσουρο m; κορμοτεμάχια ξύλου; κορμοτεμάχιο m
nat.sc., agric. δεμάτι; ορμαθός