DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stimulansåtgärd n ~en ~er
gen. δράση ενθάρρυνσης
fin. κίνητρο m
stimulansåtgärder n
law δράσεις ενθάρρυνσης; μέτρα ενθάρρυνσης