DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
stig n ~en ~ar
environ. τροχιά f; διαδρομή; μονοπάτι; οδός m; ροή; τροχιά/διαδρομή/ροή/οδός/μονοπάτι f
transp., construct. δρόμος-οδηγός m; προκαταρκτικός δρόμος
stìga v
gen. σηκώνω