DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stift n ~et; pl. ~
gen. πινέζα
commun. πόλος συνδέσμου
el. ακίδα; ακροδέκτης m; βύσμα; ακροδέκτης καλωδίου
IT, el. πόλος m