DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stìgning n ~en ~ar
el. βήμα αυλάκωσης; κλιτύς m; κλίση m
industr., construct., chem. βήμα κοχλία
law, transp., construct. ανωφέρεια
life.sc. περίοδος ανυψώσεως
mech.eng. βήμα
tech., industr., construct. βήμα σχοινιού