DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stèn n ~en ~ar
econ. πέτρα f
environ. πέτρωμα f; βράχος m; λίθος m; πέτρωμα/βράχος f
transp., construct. κροκάλα; λατύπη; χαλίκι