DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
statskassa n ~n -kassor
econ. δημόσιο θησαυροφυλάκιο
fin. δημόσιο ταμείο; ταμείο m
stàtskassan n
tax. το δημόσιο ταμείο; το Δημόσιο