DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | adjective
statistík [-i´k] n ~en ~er
econ. στατιστική
environ. στατιστικά στοιχεία; στατιστική/στατιστικά στοιχεία
forestr. στατιστικές
statistika adj.
stat. στατιστικό δείγμα; στατιστικό; στατιστικές