DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | noun
stas n ~en ~er
gen. επίσχεση,παύλα,ανακοπή
med. φλεβική συμφόρηση αίματος; παθητική υπεραιμία; αμηνόρροια; θρόμβωση
stå n
gen. στέκομαι