DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
startmotor n ~n ~er
el. εκκινητήρας f; εκκινητήρας οχήματος
mech.eng., el. βοηθητικός μηχανισμός εκκίνησης; κινητήρας εκκίνησης; μίζα