DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
standardiserad variabel
math. τυποποιημένη αποκλίνουν; τυποποιημένη μεταβλητή
stat. αποκλίνουν; απόκλιση; τυποποιημένη αποκλίνουν; τυποποιημένη μεταβλητή
stat., scient. αποκλίνω m; παρέκκλιση; παρεκκλίνω