DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stallbyggnad n ~en ~er
agric. στάβλος; στάβλοι m
stallbyggnader n
environ. στέγαση σταβλισμός των ζώων; διαβίωση των ζώων/στέγαση σταβλισμός των ζώων