DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
stall [stå´l] n ~en ~ar
gen. στάβλος
earth.sc., mech.eng. λύση συνάφειας
energ.ind. αποδέσμευση
environ. διαβίωση των ζώων; στέγαση σταβλισμός των ζώων; διαβίωση των ζώων/στέγαση σταβλισμός των ζώων
transp., avia. απώλεια στήριξης
stä̀lla v
gen. τοποθετώ
IT θέτω