DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stadsförnyelse n ~n ~r
construct. ανανέωση; ανακαίνιση
construct., mun.plan. αποκατάσταση των αστικών κέντρων
construct., mun.plan., environ. αστική ανάπλαση
econ. πολεοδομική ανάπλαση
environ. ανανέωση των αστικών κέντρων; πολεοδομική αναμόρφωση; ανανέωση των αστικών κέντρων/πολεοδομική αναμόρφωση