DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stad n ~en ~er
econ. πόλη
environ. ιστορικό κέντρο (της πόλης); πόλη/ιστορικό κέντρο της πόλης
industr., construct. ούγια
städ n ~et; pl. ~
life.sc. ακμονοειδές
met., mech.eng. άκμονας; αμόνι