DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
stabilitét [-ite´t] n ~en
chem. χημική σταθερότητα
commun., el. ευστάθεια m; σταθερότητα f
life.sc. σταθερότης m
stabilitet
: 1 phrase in 1 subject
Industry1