DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stabilisàtor [-a`t-] n ~n ~er [-o´r-]
chem. σταθεροποιητική ουσία; στερεοποιητής m
mech.eng., el. σταθεροποιητής m
met., el. επαγωγή σταθεροποιήσεως
transp. οριζόντιο σταθερό; οριζόντιος σταθεροποιητής; ουραίος πρόβολος; αεροδυναμικός σταθεροποιητής; μονοκόμματο πηδάλιο αντιστάθμισης και πρόνευσης; ολοκίνητο οριζόντιο ουραίο; δοκός ουράς