DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
státen n
tax. το Δημόσιο; το δημόσιο ταμείο
stat n ~en ~er
gen. κεντρική κυβέρνηση; κεντρική διοίκηση; καθεστώς m
econ. κράτος m
environ. πολιτεία m