DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stárter [sta´rter] n ~n; pl. ~
el. αυτόματος θερμοηλεκτρικός διακόπτης; εκκινητής; στάρτερ m
"stárter" n
agric. αρχική μερίδα
stàrt [sta´rt el. start´] n ~en ~er
gen. έναρξη
coal., el. ξεκíνημα παραγωγής; έναρξη παραγωγής
industr., construct. έναρξη κίνησης; ξεκίνημα
industr., construct., met. αγρίεμα τροχού; αναγέννηση τροχού
mech.eng., el. εκκίνηση; αρχική περιστροφή
transp., avia. απογείωση; Απογείωση; Αναχώρηση
Stàrt [sta´rt el. start´] n
comp., MS Βασική