DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stàpel n ~n staplar
agric. στοίβες φιαλών
comp., MS στήλη
forestr. σωρός; σωρός ξύλων
industr., construct. γενειάδα; δεσμίδα ινών; μήκος ινών
industr., construct., met. στοίβα γυαλιού; "καρότο" γυαλιού
IT, dat.proc. συμβάτης