DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | noun
stàns n ~en ~er
chem. διατρητήρας f
industr., mech.eng. στιγεύς
met., mech.eng. διατρητικό μηχάνημα με πίεση; εγκρουστήρας f
stå n
gen. στέκομαι