DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stàm [stam´] n ~men ~mar
agric. κορμός m
agric., industr., construct. Κορμός m
environ. απόθεμα βιολογικός όρος
mech.eng. στέλεχος m
nat.sc., agric. γενετική γραμμή,γενετικός κλώνος
transp. κορμός δένδρου
stäm [stäm´] n ~men ~mar
fish.farm. κέφαλος (Leuciscus leuciscus, Leuciscus rostratus, Squalius leuciscus, Squalius rostratus)