DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stàckars n
gen. ταλαίπωρος m
stack n ~en ~ar
environ. φρέαρ υψικαμίνου; θημωνιά f; στοίβα f; σωρός; φρέαρ υψικαμίνου/θημωνιά/σωρός/στοίβα
transp. στίβαγμα f; συσσώρευση