DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
störämne n
el. άτομο πρόσμιξης; ετερογενές άτομο έγχυσης; νόθευση; πρόσμειξη; πρόσμιξη; νοθευτής
IT, el. ατέλεια κρυστάλου