DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stö̀tta v
agric., mech.eng. σκαφείον αγκυρώσεως
coal., construct. ορθοστάτης
construct. τοποθετώ αντηρίδες; υποστηρίζω; υποστυλώνω; στύλος στηρίξεως
forestr. τάκος
mater.sc. φορείο πυροσβεστικού αυλού; εφέδρανο αυλού
mech.eng., el. συρματόσχοινο στήριξης; στήριγμα
transp., mech.eng. υποστήριγμα; μπουντέλι
stö̀ta v
gen. μπήγω
Stötande v
comp., MS Ακατάλληλο περιεχόμενο