DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
stö̀tdämpare n ~n; pl. ~, best. pl. -dämparna
earth.sc., mech.eng. αποσβεστήρας κραδασμών
mech.eng. αποσβεστήρας f; αποσβεστήρας κρούσεως
mech.eng., construct. αντικραδασμικό προσκέφαλο αποσβεστήρα κρούσεων
transp. ελαιοαποσβεστήρας κρούσεων
transp., mech.eng. αμορτισέρ m; αποσβεστήρας κρούσεων; συσκευή απόσβεσης των κραδασμών